- αλογούμαι
- ἀλογοῦμαι (-έομαι) (Α) [ἄλογος]γίνομαι παράλογος, ομοιώνομαι με τα κτήνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλογοῦμαι — ἀλογέω pay no regard to pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀλογόομαι to be rendered irrational pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ԱՆԲԱՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0119 Chronological Sequence: Unknown date, 12c չ. Իբրեւ անբան լինել. արտաքոյ ելանել բանի. անմտանալ ἁλογούμαι ratione destituor. իսկ ἁλογέω , յոչինչ գրել. արհամարհել. *Ի գիճութեան եւ յապականութեան անբանացեալ կենդանին բանաւոր. Սարկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)